ΕΣΤΙΑ/ΖΩΝΤΑΣ

2022-05-16

Τον Απρίλιο του 2022 έγινε μια δεύτερη επεξεργασία του συγκεκριμένου ποιήματος στην Λαμία. Το ποίημα διακρίθηκε σε πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης. Το ποίημα είχε τον αρχικό τίτλο "Το σπίτι" και πρόκειται σύντομα να μελοποιηθεί. 

Είμαι ένα σπίτι.

Πότε μικρό, πότε μεγάλο.

Ξεκίνησα σε ένα γραφείο

με έναν μαυροπίνακα, μια κιμωλία,

και μια σκάλα σιδερένια

που μου δάγκωνε τα δάχτυλα.

Γεμάτο χνώτα και μυρωδιές κορμιών

ανδρών, νεαρών και πολλά υποσχόμενων.


Μετά βρέθηκα σε μια κρεβατοκάμαρα.

Ήταν ζεστά κι ωραία εκεί κι ερωτικά.

Ομολογουμένως όχι πάντα ευχάριστα.

Ήταν οι αγκαλιές, τα μουγκρητά, το μαξιλάρι,

το σεντόνι μέσα στα σκέλια.

Μέχρι που παράγινε αυτό με την καριόλα.


Κι άνοιξα ένα ράντζο τοσοδούλι.

Έβαζα βαθιά μέσα στα αφτιά μου

αφρολέξ και γέμιζα όλο το κρανίο μου

γαλήνη και μια ασφάλεια ανύπαρκτη.

Κι άκουγα τότε αφρούς και κύματα

μα λίγο αργότερα κάτι εξίσου τρομερό.

Δεν ήταν παρά ο χτύπος της καρδιάς μου

κι αυτό δεν είχε καμμιά σημασία.

Άδειαζα με μανία τα αφτιά μου, τα ξερίζωνα.

Από τότε ώρες ώρες δεν άκουγα

μαζί με αυτά ούτε τα χρειαζούμενα.


Ώσπου χρόνια μετά και για χρόνια

ζούσα στην τουαλέτα.

Έτρωγα στην τουαλέτα,

ξέρναγα στην τουαλέτα,

κάπνιζα στην τουαλέτα,

Έκλαιγα και γελούσα.

Στην τουαλέτα.


Σκαρφάλωνα από τον φωταγωγό

ψηλά μέχρι την ταράτσα.

Και επέστρεφα πάλι γρήγορα

πριν καταλάβει κανείς κάτι από

την κρυφή, ρηχή ζωή μου,

ξεπερνώντας τον φόβο με τον φόβο.

Τα καλοκαίρια βέβαια

τα πέρναγα στο μπαλκόνι.

Το σκληρό, καυτό πάτωμα

μύριζε μωσαϊκό και σκόνη

κι άπλωνα πάνω του την κούραση, την πίκρα

και τις σκέψεις μου, μέχρι που ρόδιζε ο ουρανός

απόγνωση.


Στην κουζίνα πέρναγα τα βράδια μου πάλι.

Με το μωρό στο στήθος,

το τσιγάρο στο στόμα,

την μυρωδιά της φρεσκομαγειρεμένης σούπας

στην μύτη.

Πάντα με κάποια λιχουδιά για επιδόρπιο

σφηνωμένη στον εγκέφαλο

και την Άρνηση οικειοθελώς εγκλωβισμένη

στα πρησμένα μου δάχτυλα.


Μπούκαρα μες στο σαλόνι τ΄απογεύματα.

Ένα δωμάτιο με πόρτες ανοιχτές

χωρίς κλειδιά η ψυχή μου.

Μόνο με κάτι τεράστιες κλειδαρότρυπες

με πελώρια μάτια πίσω τους

να μουρμουρίζουν φράσεις μικρές με μεγάλα πρέπει.

Φράσεις αλλόκοτες κι απρόσμενες και πληγωτικές

για πάντα.


Ώσπου το βλέμμα μου έπεσε σε αυτό που

πάντα ήτανε εκεί μπροστά μου,

κεντημένο από τα χέρια μιας γιαγιάς

πάνω σε μια πετσέτα:

"Κι αυτό θα περάσει".

Από τότε - φαντάστηκα - κι όλα περνούν.


Χανόμουν κατόπιν για λίγο στον διάδρομο

διαβάζοντας από την αρχή βιβλία,

παίζοντας σκηνές από έργα που αγάπησα,

με θίασο ή και μόνη.

Σερνόμουν πάνω στα χαλιά για ώρες, για μέρες.

Ώσπου σηκώθηκα με ένα παράπονο.

Που δεν είχα πια τι να διαβάσω.


Τώρα ανησυχώ καμιά φορά

όταν ακούω κρότους από ψηλά, από την σοφίτα.

Μα σύντομα βολεύομαι στη σκέψη

πως εγώ είμαι το σπίτι μου.

Μυρίζει απ΄έξω αγιόκλημα.

Ανάβω ένα κερί και ξεγυμνώνομαι

Ξυπόλυτη χορεύω στα δάχτυλα

πάνω στο αγυάλιστο παρκέ μου

σε χρόνο εσκεμμένα ανώδυνο,

και ηδονικό.

Πελαγία Θεοχάρη Βερολίνο Άνοιξη 2020