Η Τζοκόντα κι η Τζο
Με λένε Τζο. Από το Ιωάννα. Ο πατέρας με φώναζε Τζο. Και το κόλλησαν όλοι. Μόνο η μάνα με έλεγε Γιαννούλα. Ιδίως όταν έκανα πράγματα που δεν της άρεσαν. Ήμουν 5 χρονών την μέρα που ζωγράφισα τα σεντόνια. Με τους μαρκαδόρους του σχολείου. Ζωγράφισα το πρώτο λουλούδι και μετά το χέρι πήγαινε από μόνο του. Τι παράξενο... Δεν σταματούσε. Μέσα μου έλεγα σταμάτα. Κι αυτό δεν σταματούσε.
«Γιαννούλααααα...μωρή Γιαννούλα, τσακίσου κι έλα εδώ. Τι είναι αυτά; Πήγαινα κι εγώ. Χαμογελώντας μυστήρια. «Το γελαστό παιδί». Έτσι με λέγαν στο σχολείο. Με χάιδευαν; Χαμογελούσα μυστήρια. Με μάλωναν; Χαμογελούσα μυστήρια. Με πρόσβαλαν; Χαμογελούσα. Μυστήρια. Με έδερναν; Χαμογελούσα μυστήρια.
Με την Τζο από εδώ έχουμε μια πολύ στενή σχέση. Σαν να είμαστε ένα. Την γνώρισα πρώτη φορά στην γιορτή του πατέρα. Ήμουν 10 χρονών. Οι γυναίκες πίνανε στην σάλα Parfait d΄ Amour και οι άντρες VAT 69. Άλλοι, της παλιάς σχολής, σπιτικό λικεράκι και τσίπουρο. Γεμάτο το σπίτι πορτοκαλί και λευκές γλαδιόλες. Τότε εμφανίστηκε το κουτί. Το έφερε η γκόμενα του πατέρα μου δώρο. Γεμάτο σοκολατάκια στρογγυλά με το πορτραίτο της Τζο για περιτύλιγμα. Πήρα ένα στα χέρια μου. Αυτό ήτανε. Κάτι έγινε. Κι ένιωσα σαν να την ξέρω. Από πάντα.
Όχι, όχι, δεν υπερβάλλω. Μάλιστα ήμουν τόσο
σίγουρη πλέον ότι κάτι άλλο, πιο βαθύ μας ένωνε. Ίσως από ένστικτο, ίσως από
ανάγκη. Κι έτσι άρχισα να ψάχνω. Τα χαρτιά υιοθεσίας μου. Ήμουν πλέον σίγουρη,
πως οι γονείς μου δεν ήτανε γονείς μου. Και η Τζο, το κορίτσι πάνω στο σοκολατάκι
με το μισό χαμόγελο κάτι σαν να ήθελε να μου πει κι αυτή. Έψαχνα συστηματικά
παντού στο σπίτι. Στην βιβλιοθήκη, στο σαλόνι, εκεί που έκρυβε η μάνα τα
χρήματα, που έπαιρνε από το παντελόνι του πατέρα όταν κοιμόταν τα μεσημέρια...
Στις ντουλάπες, στο γραφείο του πατέρα, ακόμη και στο συρτάρι που έβαζε τα
προφυλακτικά. Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι μας. Δεν βρήκα τίποτα, ποτέ.
Ήμουν 20 όταν άλλαξα επίθετο. Τότε γνώρισα τον Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης δούλευε ψήστης στο διπλανό μαγαζί. Εγώ στο μπαρ να μοιράζω ποτά και χαμόγελα. Αυτός από δίπλα, πάνω στην φωτιά του, σαν τον Ήφαιστο της μπριζόλας. Εγώ άνοιγα τα αφτιά μου σε ιστορίες που φέρνει το ποτό. Και τα μάτια μου σε στόματα που ανοιγόκλειναν φτύνοντας λέξεις μέσα από δόντια πυκνά ή αραιά. Αυτός έσβησε την φωτιά του μια νύχτα, που ήρθε για ποτό. Καληνύχτα Τζοκόντα μου είπε κι έφυγε με το μισό μου χαμόγελο. Καληνύχτα Τζοκόντα μου! Για πάντα.
Όταν ξαναχαμογέλασα γινόμουν 25. Είμαι ο Μάκης και είμαι καλλιτέχνης, μου είπε. Ζωγραφίζω σώματα. Κι έπιασε την βελόνα του κι άρχισε να μου τρυπάει την ψυχή. Με χρώματα ευγενή. Ωραία χρώματα, έλεγα από μέσα μου. Τι ωραία χρώματα! Και χαμογέλαγα στο κενό μου. Κάθε φορά.
Χαρούμενη στο πένθος μου ξύπνησα πάλι στα τριάντα. Από το παράθυρο χτύπαγε σαν μετρονόμος το φως το σκοτάδι. Ένα φως χρωματιστό, από την επιγραφή του μπαρ απέναντι χώρεσε ίσα ίσα στην πιο σκοτεινή πτυχή του μυαλού μου.
Άνοιξα με το χέρι μου το συρτάρι δίπλα από το κρεβάτι μου. Ένας φακός, μια σφυρίχτρα, παστίλιες για τον λαιμό κι ένα κουτί. Με σοκολατάκια. Πόσος κόσμος χωράει σε ένα σοκολατάκι, Τζοκόντα; Πως ο κόσμος χωράει ίσα ίσα σε ένα σοκολατάκι, Τζο;
«...Είσαι το άλλοθί μου, Τζοκόντα γελαστή,
μιλάς στην ψυχή μου σαν μια παλιά κραυγή.
Σαν φως στο σκοτάδι, σαν ήλιος στην βροχή
ο έρωτας πνίγει τον θάνατο και ζει...»