H Κυριακή
Η Κυριακή
Η Κυριακή είναι η χειρότερη ημέρα της εβδομάδας. Δεν διαθέτει την στιβαρότητα και το βάρος της Δευτέρας, που έχει μπροστά της τέσσερις ολόκληρες ημέρες δουλειάς ακόμη. Δεν φέρει κάτι από την ελπίδα της Τετάρτης. Εκεί που ισορροπείςφορτωμένος στα μισά του τεντωμένου σκοινιού, αναφωνώντας πως άντε λίγο ακόμη μου έμεινε. Ούτε βέβαια την προσμονή της Παρασκευής. Την χαρά που νιώθεις, όταν λες μέσα σου πως όπου να ΄ναι θα τα μαζέψω και θα φύγω από αυτό εδώ το μπουρδέλο που λέγεται δουλειά.
Η Κυριακή ήταν ανέκαθεν ημέρα πένθους για μένα. Ενός πένθους μυστήριου, το οποίο ποτέ δεν κατανόησα και πάντα με ακολουθούσε σαν το πιστό σκυλί, που όσες κλοτσιές και να του δώσεις αυτό θα σε παίρνει από κοντά και θα σου κουνάει γεμάτο εμπιστοσύνη κι ελπίδα την ουρά του. Ήταν η μέρα που πάντα το στομάχι μου γινόταν κόμπος. Η τελευταία ημέρα, που δεν χρειαζόταν να είμαι λειτουργικός και να μιλώ με άλλους ανθρώπους.
Τη μισούσα. Όταν ήμουν μικρός επειδή ξεκινούσε την επόμενη το σχολείο. Ειδικά όταν στο τέλος της ημέρας ξαπλωμένος στο κρεβάτι έφτανε στα αφτιά μου η μουσική της Αθλητικής Κυριακής. Ανακατευόμουν τότε κάθε φορά σαν να είχα καταπιεί ένα ολόκληρο μπουκάλι μουρουνέλαιο. Από εκείνο που με μπούκωνε η μάνα μου κάθε πρωί ένα γεμάτο κουτάλι της σούπας. Αργότερα στο Πανεπιστήμιο επειδή άρχιζαν οι παραδόσεις. Και στο ενδιάμεσο η δουλειά, τα ξενύχτια, η ρουτίνα. Ύστερα οι παρέες, οι κοπέλες, οι εκδρομές. Όλα αυτά που κάνουν τους άλλους ευτυχισμένους κι εμένα να θέλω να τρέξω κλαίγοντας σπίτι μου. Και μετά πάλι στην εταιρία που ήξερα τι με περίμενε. Από την Δευτέρα το πρωί ηχούσε η φωνή της διευθύντριάς μου, διαπεραστική και εκνευριστική:
Κύριε Δημητριάδη, να σας πω λίγο;
Με κοιτούσε με ένα βλέμμα επίμονο και αυστηρό πάνω από τα γυαλιά της. Μου γύρναγε με μιας την πλάτη και κλείνονταν πάλι στο γραφείο της. Έτρεχα κι εγώ σαν σκυλάκι πίσω της κάθε λίγο και λιγάκι. Για οποιαδήποτε αηδία κι αν της έρχονταν στο κεφάλι. Αυτή διέταζε κι εγώ εκτελούσα. Κι όλο αυτό το μαρτύριο για να μου πληρώσει η εταιρεία τα φραγκοδίφραγκα που μου έδινε για μισθό στο τέλος του μήνα. Δεν είναι ακριβώς φραγκοδίφραγκα, αλλά τι τα θες, πάλι σε άσκοπες αγορές θα τα έδινα για να φτιάξει το κέφι μου.
"Κύριε Δημητριάδη, σας κάλεσα. Δεν με ακούτε;"
"Ε, μάλιστα, κυρία Καρρά, έρχομαι αμέσως."
Άλλες φορές στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου και με διέταζε να ακολουθήσω τις εντολές της, να επιπλήξω άτομα ή να την βοηθήσω στις πράξεις της και δεν δίσταζε να μιλήσει μπροστά στους άλλους ακόμη και αν αυτό που έλεγε τους αφορούσε. Κι εγώ αδύναμος, σαν το τσιράκι της δεν τολμούσα να φέρω καμία αντίρρηση. Ποτέ.
Βεβαίως κυρία Καρρά. Όπως επιθυμείτε.
Μα αυτό που λέτε δεν γίνεται. Τι είπατε γίνετε; Καλά αφού το λέτε εσείς θα γίνει.
Κυρία Καρρά μου, τι εννοείται να κάνω δυο ώρες υπερωρία σήμερα; Μα ήρθα ήδη μια ώρα πιο νωρίς το πρωί. Καλώς για εσάς θα μείνω.
Κυρία Καρρά, ο πελάτης μας παραπονέθηκε για την ποιότητα των προϊόντων που παρέλαβε. Σκεφτόμουν να αντικαταστήσουμε το προϊόν και να του... Μα κυρία Καρρά μου πως να του το πω κάτι τέτοιο; Αφού έχει όλο το δίκιο με το μέρος του ο άνθρωπος.Κι έχει πληρώσει μια περιουσία ο κύριος Αφλιώτης. Διαπίστωσα... Μάλιστα. Η πολιτική της εταιρίας μας, κυρία Καρρά. Κατάλαβα. Να έρθω σε επαφή με το νομικό τμήμα της εταιρίας μας. Υπάρχει το ειδικό κονδύλι για αυτές τις περιπτώσεις. Μάλιστα, κυρία διευθύντρια. Θα το ρυθμίσω.
Ο συνάδελφός μου, ο Θανάσης δυο γραφεία πιο πέρα όλο κούναγε το κεφάλι του. Με κοίταγε και μου έριχνε και από δύο φάσκελα κάθε φορά που έφευγε η κυρία Καρρά για να κλειστεί με τις ώρες στο γραφείο της. Την ακούγαμε μετά να κακαρίζει με την τσιριχτή φωνή της, ένα γέλιο αφύσικο σχεδόν σαν βήχας κότας.
Πες της και κάνα όχι ρε Δημήτρη. Σήκω σήκω, κάτσε κάτσε σε έχει. Εντάξει είπαμε. Έχουμε ανάγκη τα λεφτά αλλά αυτό δεν αντέχεται.
Αντέχεται δεν αντέχεται αυτό κάνω γιατί αυτό ξέρω να κάνω. Στα σαράντα να ψάχνω για δουλειά με αυτήν την κρίση δεν παίζει.
Τα γέλια της συνέχιζαν σχεδόν υστερικά με μια αυταρέσκεια, που δεν δικαιολογούσε η ξινή της φάτσα.
Ξέρεις τι κάνει εκεί μέσα; με ρώτησε ο Θανάσης.
Τι κάνει, ρε Θανάση, του απάνταγα, και τι με νοιάζει εμένα κι όλας τι κάνει;
Tinder.
Τι είναι το Tinder;
Πού ζεις παιδάκι μου εσύ; Εφαρμογή για γνωριμίες. Τους τσιμπάει και μετά μιλάνε με τις ώρες. Στην αρχή βέβαια.
Θανάση, καλά θα κάνεις να κοιτάξεις τη δουλειά σου.
Τη δουλειά μου κοιτάω, Δημητράκη, τη δουλειά μου. Αυτή δεν κάνει τίποτα και τρέχουμε όλοι οι άλλοι να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα.
Καλά, άστα αυτά. Παρασκευή σήμερα... Η Μαίρη τι κάνει; Τα παιδιά;
Καλά είναι,ε, όπως τα ξέρεις. Ψάχνει ακόμη για δουλειά. Να σου πω. Θα έρθεις την Κυριακή για φαγητό;
Ναι, θα έρθω.
Από που ήρθε αυτό που ξεστόμισα; Με κοίταξε καλά καλά ο Θανάσης. Ήξερε πόσο μισώ τις Κυριακές και τις γιορτές. Χωρίς πολλά πολλά μήπως και το μετανιώσω, μου λέει καλά, θα σε περιμένουμε κατά τις δώδεκα. Θα είναι και η Μάγδα, η αδελφή της Μαίρης εκεί. Την θυμάσαι ίσως από πέρυσι το Πάσχα. Την φιλοξενούμε για τις μέρες των Χριστουγέννων σπίτι μας. Θα την πάρω το πρωί από το Λουτράκι και από τις 11.00 και μετά θα είμαστε όλοι σπίτι.
Όταν ήμουν πολύ μικρός θυμάμαι την γιαγιά μου τη Πηνελόπη, που είχε ζήσει την μισή ζωή της στην Γερμανία να μου υπόσχεται πως θα με πάει βόλτα στο Λουτράκι την Κυριακή. Και μετά τον περίπατο θα μου πάρει μαλλί της γριάς. Όταν γινόνταν μάλιστα το παζάρι αγοράζαμε και χαλβά και σουβλάκι. Και πάλι ανακατεύονταν το στομάχι μου τότε, μα διαφορετικά. Τη ρωτούσα λοιπόν πότε θα έρθει η Κυριακή και μου απαντούσε "όταν κοιμηθείς δυο φορές, Δημητράκη μου. Μόνο δυο φορές και μου έδειχνε τον δείχτη και τον μεσαίο σαν σύμβολο της νίκης." Κι εγώ της απαντούσα με την ίδια κίνηση κι ένα πλατύ χαμόγελο. Κοίταξα τα δάχτυλά μου και πικροχαμογέλασα που είδα τα δυο μου δάχτυλα να ορθώνονται αυτόματα και τώρα πάνω από τα υπόλοιπα. Έχει το σώμα την δική του μνήμη, την δική του λογική, σχεδόν την δική του μυστική ζωή. Αν άκουγα το σώμα μου, πόσα θα είχα γλυτώσει μέχρι τώρα.
Πέρασα δυο νύχτες να στριφογυρίζω στο κρεβάτι και μια μέρα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, της τηλεόρασης, του κινητού μέχρι που ξημέρωσε η Κυριακή. Να πάω, να μην πάω, σκεφτόμουν, ενώ ακόμη δεν είχα καν αποφασίσει εάν θα ανάψω τον θερμοσίφωνα. Η μέρα δεν μπορεί να αρχίσει χωρίς καφέ, ρε φίλε. Μα από τότε που έκοψα το τσιγάρο δεν κατεβαίνει ο άτιμος εύκολα κάτω. Πόσο θα ήθελα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, να χτυπήσει το κουδούνι η θεία Πηνελόπη για να κατέβω, να πάμε στο πάρκο και να βουτήξω την μούρη μου στο ολόλευκο ζαχαρωτό σύννεφο και να μείνω για πάντα εκεί.
Ντριν ντριν.... το κουδούνι της πόρτας. Με την μυρωδιά της ζεστής ζάχαρης ακόμη στα ρουθούνια μου τινάχτηκα από τον καναπέ για να ανοίξω την πόρτα. Ή τουλάχιστον να δω ποιος άχρηστος μου χτυπάει κυριακάτικα. Με το μικρό δάχτυλο του ποδιού μου πήρα σβάρνα το καρεκλάκι και τρίκλισα ουρλιάζοντας από τον πόνο. Το μόνο που αναρωτιόμουν εκείνη τη στιγμή είναι εάν μπορεί κανείς να περπατήσει κανονικά χωρίς το μικρό δαχτυλάκι του. Σε κάποια εκπομπή πρέπει να το είχα ακούσει πως είναι σχεδόν ανέφικτο. Το κουδούνισμα στην πόρτα έγινε πια χτύπος βαρύς. Τώρα εκτός από το σακατεμένο μου πόδι πονάει και το κεφάλι μου. Θεέ μου, γιατί δεν με έκανες κούτσουρο να μην νοιώθω τίποτα;
Δημήτρη είσαι καλά ή να φωνάξω βοήθεια;
Ήταν η φωνή του Θανάση. Να φωνάξει βοήθεια ποιον; Την αστυνομία; Άμα το ακούσει αυτό η Τασούλα από τον δεύτερο δεν με σώζει τίποτα. Τον γιατρό; Δεν τρελάθηκα ακόμα. Να με πάνε στο νοσοκομείο να κολλήσω και τίποτα. Πας εκεί υγιής και βγαίνεις πεθαμένος. Αν ήμουν στο ισόγειο θα έφευγα από την πίσω πόρτα, όπως βλέπω σε όλες τις αμερικάνικες σειρές που με ναρκώνουν κάθε βράδυ.
"Θανάση εγώ λέω να καλέσουμε την πυροσβεστική να μας ανοίξει", ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Δεν το πιστεύω. Κοκκάλωσα. Τι σκατά θέλουν οι δυο τους εδώ; Ποιος τους είπε να έρθουν;
Τκλινγκ Τκλινγκ ... τώρα χτυπάει και το τηλέφωνο. Κάτι πρέπει να κάνω και μάλιστα τώρα. Κοιτάζω το πόδι μου. Μάλλον δεν το έχω σπάσει. Κουτσαίνοντας ανοίγω βιαστικά την πόρτα και μπουκάρει ο Θανάσης αλλαφιασμένος.
"Μισό", του λέω και κάνω μια βουτιά κάτω από την κουβέρτα του καναπέ ψάχνοντας για την συσκευή μου που όλο χτυπούσε μα εγώ δεν την έβλεπα. Μα επιτέλους να την.
Παρακαλώ, λέω σαν να μην είμαι εγώ. Αλλά ένας κανονικός άνθρωπος, σοβαρός και σθεναρός. Κυρία Καρρά, έ...όχι δεν ενοχλείτε. Παρακαλώ, πείτε μου, σας ακούω. Οι χτύποι της καρδιάς μου ήταν τόσο δυνατοί που νόμιζα πως δεν θα ακούσω τίποτα από όσα μου λέει. Πίεσα με δύναμη το ακουστικό στο αφτί μου. Κυρία Καρρά, σας ευχαριστώ πολύ. Δεν έχω λόγια. Η προαγωγή αυτή σημαίνει πολλά για μένα. Τι ακριβώς πρέπει να κάνω;........Εμμμμ...ναι, καταλαβαίνω....θα το ρυθμίσω αύριο πρωί πρωί μόλις έρθω στην δουλειά. Θα μου στείλετε τα ονόματα με Email; Σας ευχαριστώ και πάλι. Καλή συνέχεια, κυρία Καρρά μου.
Ο Θανάσης και η Μάγδα με κοίταξαν σαστισμένοι. Τους πετάω ένα παιδιά καθίστε και τρέχω κουτσαίνοντας στο γραφείο μου. Έσκυψα πάνω του και έπιασα το ποντίκι στο χέρι, το στριφογύρισα κλικάροντας μερικές φορές και μπήκα στην αλληλογραφία μου.
Τι τρέχει ρε φίλε, μας κατατρόμαξες; Πάλι σε τρέχει η άλλη;
Κάτσε μια στιγμή έχω μεγάλα νέα. Θα σου πω σε λίγο, είπα ξαναμμένος.
Γιατί δεν άνοιγες τόσην ώρα. Εμείς είπαμε να περάσουμε να σε πάρουμε. Για να μην με στήσεις όπως το καλοκαίρι, που είχες πει ότι θα έρθεις και δεν εμφανίστηκες ποτέ σου. Έχει κάνει η Μαίρη ένα σωρό ετοιμασίες.
Το μειλ ήταν ήδη εκεί. Άρχισα να διαβάζω μουρμουρίζοντας:
Κύριε Δημητριάδη, σας συγχαίρουμε για την προαγωγή σας. Μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα. Και ακολουθούσε κάτι, που με έκανε να καθίσω αμέσως στην καρέκλα του γραφείου. Το διάβασα δυο τρεις φορές σιωπηρά για να σιγουρευτώ πως δεν κάνω κάποιο λάθος. Τα μάτια μου άρχισαν να καίνε, σαν να ένιωθα τον χτύπο της καρδιάς μου πλέον μέσα τους. Ούτε λίγο ούτε πολύ τα άτομα που μου ζητούσαν να ενημερώσω για την απόλυσή τους λίγο πριν τα Χριστούγεννα ήταν πέντε. Ανάμεσά τους κι ο Θανάσης.
Τον κοίταξα.
Μίλα, μην με κοιτάς σαν χάνος. Ποια είναι τα τόσο μεγάλα νέα, θα μας πεις;
Μάγδα, στο Λουτράκι όταν πάρεις τον δρόμο από το Πάρκο της Δεξαμενής να πας στην Παναγία την Γιάτρισσα υπάρχει ακόμα εκείνο το μικρό ψιλικατζίδικο της Μαρίας που φτιάχνει μαλλί της γριάς;
Οι δυο τους κοιτάχτηκαν πρώτα μεταξύ τους και ύστερα κοίταξαν εμένα με απορία.
Ναι, απάντησε η Μάγδα σηκώνοντας λίγο τους ώμους της.
Ωραία. Κερνάω μετά το φαγητό μαλλί της γριάς. Θα πάρουμε και τα παιδιά μαζί και θα πάμε βόλτα στο Πάρκο.
Δημήτρη τρελάθηκες; με ρώτησε με μια γκριμάτσα ο Θανάσης.
Όχι. Δεν τρελάθηκα, Θανάση. Μάλλον μόλις τώρα αρχίζω και γίνομαι καλά. Μόλις αρχίζω και γίνομαι καλά, Θανάση.
Κείμενο: Πελαγία Θεοχάρη