η βίδα
Όταν πρωτοταξίδεψα στην Γερμανία στα 18 μου είχα έρθει με
τραίνο. Από τον σταθμό Λιανοκλαδίου με βαγκον λι αλλάξαμε μηχανή στην
Γιουγκοσλαβία και ξανά στη Γερμανία. Ο καιρός μουντός, συννεφιασμένος και μια
παγωνιά πρωτόγνωρη μου πιρούνιαζε το αμάθητο κορμί μου.
Δεν πρόκειται ποτέ να μείνω σε αυτήν τη χώρα σκέφτηκα. Θα πάθω κατάθλιψη χωρίς τον ήλιο και την ζέστη της Ελλάδας. Και οι άνθρωποι δεν σε κοιτούν στα μάτια. Τρία χρόνια μετά επέστρεψα για να μείνω τα πρώτα δέκα χρόνια σε αυτή την χώρα που μου στάθηκε σαν δεύτερη μάνα εν τέλει. Κι αγάπησα τους ανθρώπους που δεν σε κοιτούν πάντα με την πρώτη στα μάτια, μα όταν το κάνουν δεν αφήνουν τα μάτια από πάνω σου' με λατρεία κι αφοσίωση. Κάτι που εδώ μόνο γνώρισα.
Όταν κατέβηκα από το τραίνο τότε λοιπόν πήραμε τον δρόμο για τον υπόγειο. Μια κυλιόμενη σκάλα μας οδηγούσε στα έγκατα της πόλης. Ακούμπησα το χέρι μου στο μπράτσο της σκάλας και με τα δάχτυλά μου ένοιωθα την κίνησή μας λίγο πιο γρήγορα από τα μάτια μου.
Ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα πως παρότι αυτό το μπράτσο αποτελούνταν από πολλά μικρότερα μεταλλικά κομμάτια στειρωμένα με βίδες, η επιφάνεια παρέμενε λεία και επίπεδη. Τόσο προσεκτικά στεριωμένα ήταν όλα.
Οι βίδες στην Γερμανία από τότε με μάγεψαν. Όπου και να πήγαινα λαχταρούσα να αγγίξω οποιαδήποτε επιφάνεια είχε βιδωθεί, την πασπάτευα με το χέρι μου και κάθε φορά με αυτήν μου την ιδιότροπη ευχαρίστηση ήταν σαν να ένοιωθα πως όλα ήταν εντάξει.
Τα χρόνια κύλησαν, το 2000 αποχαιρετούσα την αγαπημένη μου πόλη στην πύλη του Βραδεμβούργου, επέστρεψα στην πατρίδα για δεκατρία χρόνια και πάντα γκρίνιαζα όταν έβρισκα κάποια στραβοβιδωμένη, να προεξέχει, να μην μου κάνει τέλος πάντων.
Πριν πέντε χρόνια επέστρεψα στην αγάπη μου το Βερολίνο. Με ένα αμάξι με το σκυλί μου, τους παπαγάλους μου, την κιθάρα, τα βιβλία μου και λίγα ρούχα. Έντεκα ώρες οδηγούσα από Τεργέστη. Κατέβηκα με συγκίνηση και έκανα δύο βήματα. Και δύο ακόμα κι άλλα δύο, ώσπου έφτασα στην είσοδο του μετρό. Η ματιά μου έπεσε στο μπράτσο της σκάλας. Σαν παλιοί γνώριμοι πάω να αγγίξω την επιφάνειά της. Και το χέρι μου σκαλώνει πάνω σε μια βίδα.
Από τότε κάθε μέρα θα δω κακοτεχνίες και πολλές αβίδωτες, μισοβιδωμένες και στραβοβιδωμένες βίδες. Είναι που μεγάλωσα, είναι που αλλάζουν οι καιροί;
Το Βερολίνο μου δεν το ξαναβρήκα ούτε στις βίδες ούτε στα πιστά βλέμματα.
Πρώτη δημοσίευση άρθρου:
14.04.2018